Τα πρώτα αναγνώσματά του είναι τα εκκλησιαστικά βιβλία, ένας καθαυτό οδηγός της χριστιανικής αρετής, γρήγορα πάντως τα ενδιαφέροντά του επεκτείνονται και προς την ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Από μικρός υποφέρει από κατάθλιψη.
Αποφασίζει να φύγει από τον στενό κύκλο της οικογένειας με την δικαιολογία της φοίτησης στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Αντιμέτωπος όμως εκεί με τις απαγορεύσεις και τις υποχρεώσεις του δόκιμου μοναχού, αποφασίζει να επιστρέψει πάλι στη ζωή του λαϊκού.
Μέσα από τις εμπειρίες του όμως από τη Θεολογική σχολή της Χάλκης όπου φοιτά, θα καταλάβει ότι ανήκει στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Στο έργο “Το φλογισμένο ράσο” ο εξομολογούμενος συγγραφέας φανερώνει συχνά ότι πέρασε τον καιρό του στη σχολή σαν περίεργος και δύσθυμος επισκέπτης. Ο Ροδοκανάκης εντοπίζει την προσοχή του στον αρχιτεκτονικό διάκοσμο του μοναστηριού ή και στον διονυσιασμό και στην καταπιεσμένη σεξουαλικότητα των καλογήρων.
~~~
Στη Σμύρνη δημοσιογραφεί με το ψευδώνυμο Συρανώ. Τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στην αρχή εργάστηκε ως υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης. Στη συνέχεια συνεργάστηκε δημοσιογραφικά με πολλές εφημερίδες γράφοντας κυρίως χρονογραφήματα. Το 1913 διορίστηκε διευθυντής επιδομάτων για τα θύματα πολέμου. Το 1916 προσχώρησε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης του Ελ. Βενιζέλου και ανέλαβε την ίδρυση και οργάνωση του Βυζαντινού Μουσείου στη Θεσσαλονίκη. Το 1917 του ανατέθηκε η διεύθυνση του βυζαντινού τμήματος του υπουργείου Παιδείας. Ηταν από τα πρώτα ιδρυτικά μέλη της Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών. Πέθανε στην Αθήνα από φυματίωση, σε ηλικία 36 ετών.
~~~
Τα κυριότερα γνωρίσματα της συγγραφικής του ταυτότητας θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής: Ωραιολατρεία, αισθησιασμός, ηδονισμός, αριστοκρατικές κλίσεις και πεποιθήσεις που καταλήγουν στον νιτσεϊσμό. Πεισιθάνατη διάθεση και εξομολογητική τάση.]