...Ερχόμαστε εμείς σειρές τρια τρια, με τα μπογαλάκια, άλλος στην αμασκάλη, με τα πόδια –μπάφ να πηγαίνουνε πέρα δώθε, τόσο εγκληματίες ήμαστε -πάνε μας εφάγαν τα παλιόσκυλα! Φτάκαμε κάτω, στους στρατώνες με τα τζέϊμς, μας επετάξανε μέσα στ’ Ανάπλι.
«Ήταν ξερότοπος η Γυάρος, ένας ευκάλυπτος ήταν εκεί, δεν ξέρω αν ζει, τώρα που φύγαμε;»
«Κάτσαμε δυόμισυ μήνες, κοντά τρείς. Ήμαστε καμιά δωδεκαριά –δεκατρείς χιλιάδες, ούλο ταλαίπωρος λαός.
Όταν καθησύχασε το πράμα ήρθε ο Παττακός».
«Και δεν αντιδράσατε μπάρμπα Γιώργη στον Παττακό;» ρώτησα ‘γω.
«Τι να κάναμε; Πετάγαμε πέτρες στη θάλασσα για να τη μαλώσουμε. Τίποτα δεν κάναμε!»
«Τις πρώτες μέρες εκακοπεράσαμε, να φτιάξουμε τις σκηνές μας, ουρητήρια, μαγειρεία.
Έβγαλε ένα λόγο εκεί τελοσπάντων ο Παττακός! Έλεγε…
Εκεί που λες ήτανε ένας Κρητικός, Βασίλη (Τσονάρα) τον ελέγανε... Θα 'τανε δυο μέτρα αψηλός αλλά ήρθε με κάτι σαγιονάρες, πολύ φτωχός ο άνθρωπος, κι, όπως μας έλεγε, έμενε σ ‘ένα μέρος σαν τη Καστανιά που βγάνει το νερούλι ή τη Βαστανίτσα, κι ‘χε και πέντε, έξη, οκτώ παιδάκια, κάτι περιβολάκια και με τον Παττακό παγαίνανε μαζί στο Σχολαρχείο.
Όταν ήρθε κει λοιπόν ο Παττακός, βγαίνει ο Βασίλης μπροστά από τη γραμμή:
«Γαμώ την Παναγία σου, ρε πούστη Παττακέ μαζί πηγαίναμε σχολείο! Εσύ Κυβέρνηση κι εγώ φυλακή;».
Σφαίρα πάνω του οι χωροφυλάκοι, αλλ’ ήτανε ταλαίπωρος από πείνα, τον εκαρτέρεσανε με καλό τρόπο οι χωροφυλάκοι, να μην λέμε ότι ήσανε όλοι και…
Μετά τέσσερις -πέντε μέρες τον εχάσαμε τον Βασίλη, τον απόλυκε ο Παττακός».
Από την αφήγηση του Γιώργη στον Νοματαίο, που αν συνέχιζε να μιλά, τώρα θα 'λεγε:.Τώρα πάει, τόνε θάψανε, σκαπέτησε κι ο Παττακός...